ειακα
Смотреть что такое "ειακα" в других словарях:
εἴακα — εἴᾱκα , ἐάω suffer perf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴακα — εἴᾱκα , ἐάω suffer perf ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)